- υπήνεμος, -η
- -ο προφυλαγμένος από τον άνεμο, απάνεμος, απάγκιος, σταβέντο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὑπήνεμος — sheltered from the wind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπήνεμος — η, ο / ὑπήνεμος, ον, ΝΜ απάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ ἐπὶ θῑνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.) νεοελλ. φρ. «υπήνεμο κύμα» (μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται… … Dictionary of Greek
ὑπήνεμον — ὑπήνεμος sheltered from the wind masc/fem acc sg ὑπήνεμος sheltered from the wind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηνέμοις — ὑπήνεμος sheltered from the wind masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηνέμου — ὑπήνεμος sheltered from the wind masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηνέμους — ὑπήνεμος sheltered from the wind masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπήνεμα — ὑπήνεμος sheltered from the wind neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπήνεμοι — ὑπήνεμος sheltered from the wind masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάνεμος — η, ο [υπήνεμος] υπήνεμος, τόπος που δεν προσβάλλεται από τον άνεμο το ουδ. ως ουσ. το απάνεμο ο απάνεμος τόπος … Dictionary of Greek
Ekbletomys — hypenemus Side view of the holotype skull Scientific classification (unresolved) King … Wikipedia